- οἰκοδεσπότῃ
- οἰκοδεσπότηςmastermasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οἰκοδεσποτῇ — οἰκοδεσποτέω to be master of a house pres subj mp 2nd sg οἰκοδεσποτέω to be master of a house pres ind mp 2nd sg οἰκοδεσποτέω to be master of a house pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… … Wikipedia
δεσπότης — Ο κύριος του οίκου, ο οικοδεσπότης, ο αφέντης, ο απόλυτος κύριος και συνεκδοχικά ο βασιλιάς, ο τύραννος· επίσης ο επίσκοπος: «τον δεσπότην και αρχιερέα ημών Κύριε φύλαττε εις πολλά έτη». Στην αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στον κύριο του σπιτιού,… … Dictionary of Greek
κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… … Dictionary of Greek
οικιακός — ή, ό (Α οἰκιακός, ή, όν) [οικία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικία ή αυτός που γίνεται μέσα στην οικία, ο σπιτικός (α. «οικιακή παραγωγή» η παραγωγή που γίνεται από τα μέλη τής οικογένειας μέσα στο σπίτι β. «οἰκιακὰ σκεύη», πάπ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
οικοδεσποτικός — οἰκοδεσποτικός, ή, όν (Α) [οικοδεσπότης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οικοδεσπότη 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πλανήτη που δεσπόζει κάθε φορά στον ζωδιακό κύκλο … Dictionary of Greek
πάτρων — θηλ. πάτρωνα, ΝΑ, και πάτρωνας, θηλ. πατρόνα Ν νεοελλ. 1. ο προϊστάμενος επιχειρήσεως σε σχέση με τους υφισταμένους του, το αφεντικό 2. γεν. ο προστάτης 3. το θηλ. πάτρωνα και πατρόνα α) η οικοδέσποινα ή η σύζυγος τού οικοδεσπότη, η οικοκυρά β) η … Dictionary of Greek
πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek